- ταραξίπολις
- ταραξίπολιςtroubling the cityfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταραξίπολις — όλιδος, ὁ, ἡ, Α άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + πόλις (πρβλ. ὀνησί πολις)] … Dictionary of Greek
ταραξιπόλιδες — ταραξίπολις troubling the city fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek